umbilical - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

umbilical - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Umbilical (disambiguation)

umbilical         

[ʌm'bilik(ə)l]

общая лексика

пупочный

пуповинный

округленный

омбилический

шаровой

космонавтика

фал

нефтегазовая промышленность

составной шланг (из отдельных трубопроводов)

Смотрите также

umbilical connector; umbilical geodesic; umbilical point; umbilical ruling; umbilical tower; armored electro-hydraulic umbilical

прилагательное

общая лексика

занимающий центральное положение

анатомия

пупочный

пуповинный

редкое выражение

родственный по материнской линии

математика

омбилический

существительное

[ʌm'bilik(ə)l]

общая лексика

связь

связующее звено

фал для связи космонавта или водолаза с кораблём

трубопровод наземного топливного питания ракеты (на стартовой позиции)

анатомия

пуповина

umbilical         
umbilical adj. пупочный; umbilical cord - пуповина
umbilical hernia         
  • In more severe cases of umbilical hernias, the [[small intestine]] can poke out through the opening. This can very rarely cause [[ischemia]] and [[necrosis]] of the intestine and is potentially life-threatening. The bulge is often caused by fat or parts of the [[greater omentum]].
INTESTINAL DISEASE CHARACTERIZED BY THE PROTRUSION BY PART OF THE INTESTINE THOUGH AN OPENING IN THE ABDOMINAL MUSCLES
Hernia, umbilical; Adult umbilical hernia; Hernia umbilicalis; Umbilical Hernia; Congenital umbilical hernia
пупочная грыжа

Ορισμός

Umbilical
·noun Pertaining to the center; central.
II. Umbilical ·noun Of or pertaining to an umbilicus, or umbilical cord; umbilic.

Βικιπαίδεια

Umbilical

Umbilical may refer to:

  • Umbilical cable
  • Umbilical cord
  • Umbilical fold
  • Umbilical hernia
  • Umbilical notch
  • Umbilical vessels
    • Umbilical artery
    • Umbilical vein
  • Umbilical zone
  • The Umbilical Brothers, two Australian comedic performers, David and Shane
  • Umbilical point, a locally spherical point on a mathematical surface.
  • Umbilical region
  • Umbilical (album), a 2011 album of Tiago Iorc, Brazilian musician
  • "Umbilical", a song by Arca from Sheep
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για umbilical
1. Umbilical cord blood is the blood that remains in the umbilical cord and placenta following birth.
2. The Cyprus leader stressed that for cooperation to develop «umbilical cords must be cut,» noting that the Turkish Cypriots‘ umbilical cord is Ankara.
3. Blood readings were also collected from the children‘s umbilical cords.
4. The Vilje umbilical is a static umbilical and will be tied–back to the riser base at the Marathons Alvheim FPSO.
5. An umbilical cord was visible –– not a good thing.
Μετάφραση του &#39umbilical&#39 σε Ρωσικά